- αμαντάλωτος
- η , ο не запертый на засов, на задвижку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαντάλωτος — και αμανδάλωτος, η, ο [μανταλωτός] (για πόρτες, παράθυρα κ.λπ.) αυτός που δεν κλείστηκε με μάνταλο, ασφάλιστος … Dictionary of Greek
αμαντάλωτος — η, ο αυτός που δεν κλείστηκε με μάνταλο: Να μην αφήνεις την πόρτα αμαντάλωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμανδάλωτος — η, ο [μανδαλωτός] βλ. αμαντάλωτος* … Dictionary of Greek